Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΓΡΑΨΩ

ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΓΡΑΨΩ
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη και μέσα στην ανία του ο Δημήτρης παρακολουθούσε ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Ο Τσάρλτον Ίστον, ο γνωστός αμερικανός ηθοποιός, διάβαζε με πάθος χωρία από τη Βίβλο για τη γέννηση του κόσμου.
Επικέντρωσε την προσοχή του, αλλά όχι για πολύ. Κι αυτό γιατί προσπάθησε να συνδυάσει αυτά που άκουγε με τον εαυτό του , τις ανησυχίες, τις σκέψεις, τους προβληματισμούς του. Κυρίαρχο θέμα-ερώτημα το κλασικό «πώς δημιουργήθηκε ο άνθρωπος» και τα παρεμφερή «ποιος είναι ο ανθρώπινος προορισμός», «γιατί να στρέφουμε την προσοχή μας σε συγκεκριμένα πράγματα πιστεύοντας πως θα μας οδηγήσουν στην ευτυχία», «τι είναι τελικά ευτυχία…»
Ενώ τον βασάνιζαν αυτά τα ερωτήματα, πήρε μια σημαντική απόφαση: ν’ αλλάξει στάση ζωής. Να αναθεωρήσει τις μέχρι τότε αξίες του, τα ενδιαφέροντά του, να δει με άλλο μάτι τη ζωή.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνε μια τέτοια απόφαση. Το είχε κάνει πολλές φορές, αλλά δυστυχώς πάντοτε με το ίδιο αποτέλεσμα. Η απόφαση αυτή διαρκούσε τόσο όσο και η σκέψη της στιγμής. Μετά από κάποια λεπτά, άντε το πολύ ώρες, την ξεχνούσε και συνέχιζε όπως πριν…
Όχι ότι ήταν δυστυχισμένος με τη ζωή που έκανε, αλλά να …έλειπε αυτό το κάτι που θα έδινε μια άλλη διάσταση στη ζωή του, μια διάσταση που θα του έδινε τη δυνατότητα κάποτε να πει: «Ναι, την έζησα τη ζωή μου έτσι όπως ήθελα να τη ζήσω! Ναι, είμαι ευχαριστημένος! Ναι, μπορώ τώρα ν’ αποδημήσω εις Κύριον, ν’ αντιμετωπίσω το θάνατο!!»
Αυτή τη φορά, όμως, αποφάσισε να κάνει κάτι διαφορετικό. Κάτι που θα τον έκανε να μην ξεχάσει την υπόσχεση που έδινε στον εαυτό του κάθε φορά, και που όλο στο τέλος αθετούσε. Αποφάσισε, λοιπόν, να γράψει! Να γράψει, για να μην ξεχάσει! Να γράψει, πρώτα απ’ όλα , για να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό!
Μα τι να γράψει; Ούτε κι αυτός καλά καλά ήξερε. Απλά ήθελε να γράψει κάτι που θα τον βοηθούσε ν’ αλλάξει ζωή. Και η απόφασή του αυτή φαινόταν να είναι αμετάκλητη. Την ίδια μέρα, βέβαια, δεν βρήκε τον ανάλογο χρόνο. Όμως, μέρα με τη μέρα η επιθυμία του μεγάλωνε, τόσο που του είχε γίνει πλέον έμμονη ιδέα.
Το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όχι γιατί δεν ήξερε τι και πώς θα το γράψει, αλλά γιατί και μόνο η σκέψη της δημιουργίας του προκαλούσε απέραντη ηδονή. Ένιωθε ότι γαλήνευε η ψυχή του, ότι και μόνο που θα έγραφε θ’ άλλαζε άρδην και η ζωή του.
Την άλλη μέρα το πρωί είχε ήδη πιάσει δουλειά! Αισθανόταν κατακλυσμένος από ιδέες και φιλοσοφικά αποφθέγματα. Τόσο που η μια σκέψη έσπρωχνε την άλλη, για να προλάβει αυτή πρώτη να κόψει το νήμα!
Έλα, όμως, που όσο περνούσε η ώρα αντί αυτός ο…ποταμός ιδεών ν’ αποτυπωθεί στο χαρτί, οδηγούσε το χαρτί στο καλάθι των αχρήστων! Δυστυχώς, ο μεγάλος του ενθουσιασμός αποδείχτηκε και το μεγαλύτερο εμπόδιο.
Τελικά, όχι μόνο δεν έγραψε τίποτε, αλλά ξέχασε στην πορεία και το σκοπό για τον οποίο ήθελε να το κάνει. Ή μάλλον δεν ήθελε να το σκέφτεται. Άσε που βρήκε και μια καλή δικαιολογία να μην αλλάξει τίποτε στη ζωή του! «Απ’ τη στιγμή που δεν έβρισκα τον τρόπο να καταγράψω αυτά που ήθελα να κάνω», σκέφτηκε, «άρα, δεν θα μπορούσα και να τα κάνω».
Βέβαια, αν και τον στενοχώρησε η αποτυχία του, την ξεπέρασε σχετικά γρήγορα, αφού ήδη είχαν τελειώσει και οι γιορτινές ημέρες, άρχισε πάλι τη δουλειά, και ο ελεύθερος χρόνος του έγινε πάλι ανελεύθερος και αλλοτριωτής του.
Ποτέ όμως να μη λες ποτέ! Η δυνατότητα της συγγραφής θα του δινόταν σχετικά γρήγορα, έξι μήνες μετά, αλλά κατά τρόπο οδυνηρό και απρόσμενο.
Βρισκόταν σε διακοπές στη Σύμη με τη γυναίκα και το παιδί του, την τετράχρονη Ελένη. Φαινόταν πως περνούσε τις καλύτερες διακοπές της ζωής του. Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα επακολουθούσε. Κι όμως…ένας ισχυρός πόνος στο στήθος την ώρα του βραδινού φαγητού σ’ ένα γραφικό ταβερνάκι, ήταν αρκετός, για να τον στείλει στο κέντρο υγείας της περιοχής, και από εκεί, μετά από την πρώτη εξέταση και τις σχετικές οδηγίες του αγροτικού γιατρού, στο νοσοκομείο «Υγεία» της Αθήνας. Οι εξετάσεις κράτησαν δυο τρεις μέρες και σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, παρά τις κάποιες ανησυχίες του, δεν πέρασε καν απ’ το μυαλό του ότι θα μπορούσε να έχει κάτι το σοβαρό, αφού άλλωστε και ο πόνος είχε υποχωρήσει.
Το πρωί της τρίτης ημέρας είχε ξυπνήσει με πολύ καλή διάθεση και αστειευόταν με τις νοσοκόμες και τους άλλους ασθενείς του θαλάμου. Αυτή τη σχετικά ευχάριστη –πόσο ευχάριστη βέβαια να είναι μέσα σ’ ένα νοσοκομείο- ατμόσφαιρα διέκοψε η προϊσταμένη του παθολογικού τμήματος του νοσοκομείου, όταν ήρθε και του είπε με μειλίχιο ύφος, ότι τον ήθελε ο διευθυντής του τμήματος.
Αν και εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβε τη σοβαρότητα της κατάστασης, εντούτοις η προσηνής στάση της προϊσταμένης του έκοψε κάπως το χαμόγελο, γιατί τις ημέρες που βρισκόταν στο νοσοκομείο σε καμιά στιγμή δεν του είχε συμπεριφερθεί κατ’ ανάλογο τρόπο. Εν τέλει, την ακολούθησε παραξενεμένος για το τι θα μπορούσε να τον θέλει ο γιατρός, με την κρυφή ελπίδα να τον στείλει στο σπίτι του, δίνοντάς του ίσως κάποια θεραπευτική αγωγή.
Ο γιατρός καθόταν στο γραφείο του με τα χέρια σταυρωμένα έχοντας δεξιά του τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και αριστερά φωτογραφίες, προφανώς της γυναίκας και των παιδιών του. Παραδίπλα του, σ’ ένα μικρό καναπέ, καθόταν μια κυρία χωρίς την άσπρη στολή της γιατρού ή της νοσηλεύτριας, ενώ η προϊσταμένη, κλείνοντας την πόρτα πίσω της, έμεινε κι αυτή στο δωμάτιο, όρθια όμως. Όλη αυτή η κατάσταση, όπως και η θετική στάση του γιατρού, τον παραξένεψε. Άρχισε ν’ αναρωτιέται, αφού όλο αυτό το κλίμα δεν συμβάδιζε με τη νοσοκομειακή ατμόσφαιρα που είχε αντιμετωπίσει τις προηγούμενες ημέρες. «Τι να τον ήθελε ο γιατρός;», «ποια ήταν η μυστηριώδης γυναίκα του καναπέ;». Δυστυχώς γι’ αυτόν οι απαντήσεις, εκτός από αναπάντεχες θα ήταν και οδυνηρές. Όπως έμαθε αργότερα, η μυστηριώδης γυναίκα ήταν η ψυχολόγος του νοσοκομείου και ήταν πάντοτε παρούσα όταν οι γιατροί ανακοίνωναν δυσάρεστα πράγματα σε κάποιον ασθενή τους. Όσο για το γιατρό με το μελιστάλαχτο ύφος, μπήκε απευθείας στο θέμα, αφού του εξήγησε πρώτα πως είναι της «σχολής» να λέγεται όλη η αλήθεια στον ασθενή, άμεσα και ξεκάθαρα.
«Κύριε Βασιλείου», του είπε με το ίδιο πάντοτε ύφος, αν και πιο επίσημο, «έχουμε διαγνώσει κάποιον όγκο στο στήθος, και, σύμφωνα με τις εξετάσεις που σας έγιναν, δυστυχώς είναι κακοήθης».
Αισθάνθηκε να τον έχει χτυπήσει κεραυνός. Το στομάχι του λες και του είχε φτάσει στο λαιμό, άρχισε να ιδρώνει, και λίγο ακόμη και θα έχανε τις αισθήσεις του. Παρ’ όλα αυτά συγκρατήθηκε. Σκέφτηκε πως ίσως δεν άκουσε καλά, πως ίσως παρ’ ότι υπήρχε ο όγκος , θα μπορούσε με την κατάλληλη θεραπεία να τον αντιμετωπίσει. Άλλωστε η ιατρική κάνει θαύματα πλέον. Ανασυγκρότησε, λοιπόν, όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει και κατάφερε να ψελλίσει:
«Δηλαδή, γιατρέ, μου λέτε πως πάσχω από καρκίνο των πνευμόνων;»
«Δυστυχώς, ναι, κύριε Βασιλείου», του απάντησε συγκαταβατικά ο γιατρός.
«Κινδυνεύει άμεσα η ζωή μου; Υπάρχει δυνατότητα θεραπείας;» ξαναρώτησε προσπαθώντας να μην λιποθυμήσει.
«Κύριε Βασιλείου, θα σας μιλήσω με απόλυτη ειλικρίνεια» συνέχισε ο γιατρός. «Κανείς άνθρωπος, πόσο μάλλον στη δική σας ηλικία, δεν φαντάζεται πως θα μπορούσε να βρεθεί σ’ αυτή τη θέση. Ο θεός, όμως, δεν κάνει διακρίσεις. Δυστυχώς, πάσχετε από μια ασθένεια που, παρά την τεράστια πρόοδο της ιατρικής, θεωρείται σχεδόν ανίατη. Στην περίπτωσή σας μάλιστα βρισκόμαστε σε προχωρημένο στάδιο, και θα πρέπει να δούμε και αν έχει γίνει μετάσταση σε κάποιο άλλο όργανο του σώματος. Βέβαια, όπως σας προανέφερα, η ιατρική έχει προοδεύσει, υπάρχουν ικανοποιητικές μέθοδοι θεραπείας, τα ποσοστά θνησιμότητας έχουν μειωθεί, θα ακολουθήσουμε μια επιθετική αγωγή με χημειοθεραπείες από αύριο κιόλας, η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε τελευταία…»
Είχε σταματήσει πλέον ν’ ακούει. Σε δευτερόλεπτα πέρασε από μπροστά του σαν κινηματογραφική ταινία όλη του η ζωή, πριν σωριαστεί λιπόθυμος στο πάτωμα. Νόμισε σε μια στιγμή πως ο θάνατος ήδη τον είχε βρει. Όμως, το μαρτύριό του μόλις τότε άρχιζε. Ένας θάνατος αργός, ψυχικός, βασανιστικός, χειρότερος και από το φυσικό θάνατο, που στη δική του περίπτωση θα έπαιρνε κι αυτός τη σειρά του.
Ξαναβρήκε τις αισθήσεις του μετά από λίγα λεπτά. Η ελπίδα να ήταν όλα ένα κακό όνειρο χάθηκε κι αυτή, όταν είδε από πάνω του το γιατρό και τις νοσοκόμες. Η πρώτη που του μίλησε, αφού συνήλθε πλήρως, ήταν η ψυχολόγος. Απ’ όσο θυμόταν από τα πρώτα της λόγια –γιατί μετά από μερικά δευτερόλεπτα πλέον δεν την άκουγε- προσπαθούσε να τον πείσει πως ο κύκλος της ζωής του δεν είχε κλείσει, πως η ελπίδα πεθαίνει πάντοτε τελευταία, πως χρειάζεται κουράγιο και δύναμη που πρέπει να τη βρει για να νικήσει την ασθένειά του και άλλα παρόμοια. Αυτός, όμως, σκεφτόταν άλλα. Σκεφτόταν τα τριάντα δύο μόλις χρόνια του, τη ζωή που δεν μπόρεσε να ζήσει, τα όνειρά του, το ανόητο άγχος της καθημερινότητας, το πόσο ηλίθιος είναι τελικά ο άνθρωπος ξοδεύοντας όλη του τη ζωή σε μικροπράγματα, εγκλωβισμένος στο καταναλωτικό άγχος, τις μικρότητες των καθημερινών σχέσεων, τους ανούσιους στόχους. Σκεφτόταν το τι είχε πράξει ως τώρα και, κυρίως, το τι θα μπορούσε να πράξει στο μέλλον αν του δινόταν η δυνατότητα να ζήσει. Σκεφτόταν πρώτιστα τη γυναίκα και το παιδί του, το γλυκό του κοριτσάκι, που δεν θα μπορούσε να το δει να μεγαλώνει, που δεν θα μπορούσε να συζητήσει μαζί του , να του πει αυτά που ήθελε για τη ζωή.
Μάλιστα, δεν σκεφτόταν καθόλου τον πόνο που θα ένιωθαν τα αγαπημένα του πρόσωπα, αλλά τον πόνο τον δικό του. Ο άνθρωπος, τελικά, ακόμη και όταν πεθαίνει, παραμένει εγωιστής.
Συνειδητοποίησε, μάλιστα, ότι, όταν κάποιος πεθαίνει, δεν λυπάται για τον ίδιο το θάνατο, αλλά γι’ αυτά που αισθάνεται πως χάνει, γι’ αυτά που, ενώ δεν έδινε την ανάλογη σημασία όσο ζούσε, τώρα θα ήθελε να απολαύσει.
Γύρισε στο δωμάτιό του. Η όψη του είχε αλλάξει. Φαινόταν σα να ήταν τουλάχιστον σαράντα ετών. Δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά μόνο το τέλος. Το τέλος που θα ερχόταν αργά και βασανιστικά. Σχεδόν δεν άκουγε τι του έλεγαν οι υπόλοιποι ασθενείς του θαλάμου, αργότερα η οικογένειά του και οι φίλοι του, οι οποίοι είχαν πια ενημερωθεί κι αυτοί και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να του δώσουν κουράγιο. Μόνο το κοριτσάκι του «έβλεπε» μπροστά του, τη μεγάλη του αδυναμία. Ήθελε να το δει, να το σφίξει στην αγκαλιά του και να μην το αφήσει από τα χέρια του. Το σκεφτόταν και έκλαιγε γοερά. Η Ελένη, όμως, βρισκόταν στο σπίτι της γιαγιάς της. Δεν ήθελε ούτε ο ίδιος ούτε η γυναίκα του να έρθει να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο και να τον δει σ’ αυτή την κατάσταση. Δεν ήξερε πως θα την αντιμετωπίσει, τι θα της πει.
Μετά από λίγες ημέρες επέστρεψε στο σπίτι του. Είχε πλέον κάπως συνέλθει από το σοκ που δέχτηκε, και προσπαθούσε να βρει πάλι κάποιο ρυθμό στη ζωή του. Κάτι, βέβαια, που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Και να ήθελε δεν μπορούσε να ξεχάσει την αρρώστια του απ’ τη στιγμή που του το υπενθύμιζαν συνεχώς η ψυχοπονετική στάση των οικείων του και οι συνεχείς χημειοθεραπείες στις οποίες υποβαλλόταν. Αργότερα, θα προσθέτονταν η έλλειψη μαλλιών και η απώλεια σωματικού βάρους. Η ζωή του, λοιπόν, είχε εισέλθει σε άλλους ρυθμούς, στους ρυθμούς της ασθένειας και του επερχόμενου θανάτου. Σταμάτησε να εργάζεται, να βγαίνει από το σπίτι του, διέκοψε τις πολλές συναναστροφές.
Τότε, λοιπόν, ήταν που επανήλθε η μεγάλη του συγγραφική επιθυμία. Αυτή τη φορά, μάλιστα, η επιθυμία του έγινε πράξη. Άρχισε να γράφει, να γράφει ατελείωτα. Τόσο στο σπίτι όσο και στο νοσοκομείο, όποτε έμπαινε για εξετάσεις και θεραπεία. Επιτέλους έγραφε! Και όχι μόνο αυτό, αλλά αισθανόταν και καλά. Το γράψιμο του επανέφερε κάπως την ψυχική του ισορροπία και τον βοηθούσε να ξεφύγει, έστω και νοητά, από τη θλιβερή πραγματικότητα
Δυστυχώς, γρήγορα κατάλαβε ότι όλα πια ήταν άσκοπα. Τουλάχιστον έτσι έβλεπε τα πράγματα ο ίδιος. Θυμήθηκε ότι είχε προσπαθήσει να γράψει για να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του, ν’ αλλάξει στάση ζωής, και όχι να γράψει απλά για να γράψει. Γι’ αυτό και ένα βράδυ που όλοι στο σπίτι είχαν κοιμηθεί, κάθισε δίπλα στο τζάκι και έκαψε όλα του τα χειρόγραφα. Ήταν το βράδυ εκείνο που έβαλε τη βιντεοκάμερα απέναντί του προσπαθώντας να βρει διαύλους επικοινωνίας με την κόρη του, αφού επερχόταν το μοιραίο. Το είχε σκεφτεί από καιρό πως έπρεπε ν’ αφήσει κάποια παρακαταθήκη , κάποιες συμβουλές, γιατί τον προβλημάτιζε πολύ το μέλλον του παιδιού του, όταν σε δύσκολες στιγμές δεν θα τον είχε δίπλα της να τη βοηθήσει και να την κατευθύνει. Όμως, δεν τα κατάφερε, μολονότι όλο το βράδυ έμεινε άγρυπνος γι’ αυτό το λόγο. Έγραφε κάτι, και μόλις το έβλεπε το στο βίντεο μετάνιωνε και το έσβηνε. Άλλες φορές τον έπιαναν τα κλάματα. Στο τέλος τα παράτησε.
Είχαν περάσει πλέον έξι μήνες και ο Δημήτρης βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας. Είχε εισαχθεί για μια ακόμη φορά στο νοσοκομείο, αλλά αυτή τη φορά καταλάβαινε πως θα ήταν και η τελευταία που θα επέστρεφε σπίτι του. Το καταλάβαινε όχι τόσο από τα μισόλογα των γιατρών και τη στάση των δικών του, όσο από ένστικτο, βλέποντας τις δυνάμεις του ολοένα να λιγοστεύουν. Το επερχόμενο τέλος τον πανικόβαλε. Έπρεπε πάλι κάτι να γράψει. Αυτή τη φορά όχι για να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του, ούτε, όμως, απλά και μόνο για να γράψει, αλλά για να προλάβει ν’ αφήσει κάτι στην κόρη του. Πήρε ένα μολύβι και χαρτί και ξεκίνησε. Δεν ήξερε, όμως, τι ακριβώς να γράψει. Ίδρωσε, ξαναϊδρωσε, γέμισε ένα καλάθι με τσαλακωμένα χαρτιά, και στο τέλος έγραψε:
Ελένη μου, κάνε τη ζωή σου όπως τη θέλεις. Σ’ αγαπώ!
ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΣΟΥ ΓΡΑΨΩ! Προσπάθησα, αλλά
δεν μπόρεσα…
Πήρε το χαρτί, το έβαλε σ’ ένα φάκελο και το άφησε πάνω στο κομοδίνο. Έπειτα έπεσε και κοιμήθηκε ήσυχος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου